Ο άχαρος ρόλος των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας


ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1945-1949 ΔΕΙΧΝΕΙ -ΜΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΝΗΦΑΛΙΟΤΗΤΑ- ΤΑ ΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΩΣ ΜΕΣΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΣΟΥΣ ΔΙΝΟΥΝ ΤΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία και συνεχίσθηκε για λίγα χρόνια με βασικό φορέα το Κέντρο Έρευνας Σχολικών Βιβλίων και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Ο φορέας αυτός μας είχε χαρίσει τον θαυμάσιο τόμο "Η εικόνα του Άλλου/ Γείτονα στα Σχολικά Εγχειρίδια των βαλκανικών χωρών" (πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου, Αθήνα 2000).
Μία από τις σημαντικότερες εργασίες που δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό πλαίσιο της έρευνας των σχολικών εγχειριδίων των γειτόνων (και των δικών) μας είναι της δρος Φωτεινής Ι. Τολούδη, με τίτλο «Εκπαίδευση και Εξωτερική πολιτική: Το Μακεδονικό Ζήτημα στα βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας κατά την περίοδο 1945-1949» (Θεσσαλονίκη, 2005, Αφοί Κυριακίδη).
Το βιβλίο επιχειρεί να αποσαφηνίσει τις πολιτικές θέσεις και τις προθέσεις της βουλγαρικής κομμουνιστικής ηγεσίας για το Μακεδονικό Ζήτημα κατά την περίοδο 1945-1949, με τον τρόπο που αυτές γνωστοποιήθηκαν την ίδια εποχή στον βουλγαρικό πληθυσμό, μέσα από την υποχρεωτική δημόσια σχολική εκπαίδευση.
Το έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν ένα παλαιό τεκμήριο: Η έκθεση της εκπαιδευτικού Σπασίνα Χισάρλιουσκα, η οποία δίδαξε το 1947-48 στο μεικτό Γυμνάσιο της Άνω Τζουμαγιάς. Η εκπαιδευτικός προσπάθησε τότε στην έκθεσή της (που δημοσιεύτηκε μόλις το 1992) να εξηγήσει στους προϊσταμένους της τις αντιφάσεις και τη σύγχυση που προκαλούσε στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας η υποχρεωτική ταυτόχρονη διδαχή της βουλγαρικής και της «μακεδονικής» εκδοχής.
Η υποχρέωση της παράλληλης διδασκαλίας δύο «ιστοριών» ήταν αποτέλεσμα συμφωνιών μεταξύ της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας (Μπλεντ και Εύξεινογκραντ, 1947). Η σύγχυση προερχόταν από το γεγονός ότι και οι δύο «Ιστορίες» οικειοποιούνταν –η κάθε μία για λογαριασμό του αντίστοιχου κράτους- τους αγώνες του σλαβικού στοιχείου της Μακεδονίας κατά τους δύο τελευταίους αγώνες.
Η έκθεση της Χισάρλιουσκα ήταν η αφετηρία. Η έρευνα της κυρίας Τολούδη εντόπισε δύο κατηγορίες σχολικών εγχειριδίων που πραγματεύονταν άμεσα ή έμμεσα το Μακεδονικό Ζήτημα και χρησιμοποιήθηκαν στα σχολεία της βουλγαρικής επικράτειας αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πρώτη κατηγορία περιλάμβανε εγχειρίδια που διδάσκονταν μόνο στην περιοχή του Πιρίν. Σε αυτά, οι αγώνες του σλαβικού στοιχείου του μακεδονικού χώρου διαφοροποιούνταν από τις βουλγαρικές προσπάθειες του 19ου και 20ού αιώνα. Ήταν σχολικά κείμενα που είχαν υπαγορευτεί από τα Σκόπια, αλλά συνοδεύονταν από συμπληρωματικές διδακτικές οδηγίες, που αποτελούσαν ειδική έκδοση του Βουλγαρικού Υπουργείου Παιδείας.
Η δεύτερη κατηγορία περιλάμβανε βιβλία που προορίζονταν για τη μαθητική νεολαία του συνόλου της βουλγαρικής επικράτειας και παρουσίαζαν έως ένα βαθμό το Μακεδονικό Ζήτημα με βάση τις προπολεμικές βουλγαρικές θέσεις για το θέμα. Ωστόσο, διδάσκονταν παράλληλα και στα σχολεία του Πιρίν.
Από την ανάλυση του περιεχομένου αυτής της δεύτερης κατηγορίας προκύπτει το εξής συμπέρασμα: η βουλγαρική πολιτική ηγεσία της περιόδου 1945-1949 θέλησε να χρησιμοποιήσει τα σχολικά εγχειρίδια για να αποδείξει στη γιουγκοσλαβική πλευρά ότι είχε την ειλικρινή πρόθεση να μην επιμείνει στην άποψη ότι ο σλαβικός πληθυσμός του Πιρίν και του Βαρδάρη (σημερινή ΠΓΔΜ) ήταν βουλγαρικός. Γι’ αυτό ενσωματώθηκε στο περιεχόμενο αυτών των εγχειριδίων ένα κεφάλαιο για το Μακεδονικό Ζήτημα, στο οποίο γινόταν σαφής αυτή η δέσμευση της Βουλγαρίας.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι δόθηκαν οδηγίες στους συγγραφείς των εγχειριδίων να γράψουν μια ιστορία που να διαβάζεται «με δύο τρόπους», ώστε να καθησυχάσουν το βουλγαρικό λαό ότι κανείς δεν επρόκειτο να σφετεριστεί το ιστορικό του παρελθόν. Μέσα στην τάξη, ο Βούλγαρος εκπαιδευτικός δε θα περιοριζόταν στο κείμενο του εγχειριδίου, αλλά θα αξιοποιούσε και τα λανθάνοντα μηνύματά του. Με τον κατάλληλο σχολιασμό, θα συνέβαλε στην ενίσχυση του αισθήματος της εθνικής υπερηφάνειας, που θα δημιουργούσε στους μικρούς μαθητές η διδασκαλία των πολλαπλών αγώνων των Βουλγάρων προγόνων τους, στον αυτονόητα, για εκείνους, βουλγαρικό χώρο της Μακεδονίας. Και επειδή τα σχολικά εγχειρίδια αποτελούν κρατικά κείμενα, με τη δημόσια δήλωση αναγνώρισης «Μακεδονικού Έθνους», μέσα από το εμβόλιμο κεφάλαιο για το Μακεδονικό Ζήτημα, θα έμενε ικανοποιημένη και η γιουγκοσλαβική πλευρά.
Μόνο που οι Γιουγκοσλάβοι σκέφθηκαν να διαβάσουν κι εκείνοι «κάτω από τις γραμμές» και εντόπισαν τα «λανθάνοντα» μηνύματα. Έτσι προέβησαν σε διαμαρτυρίες για κωλυσιεργία της βουλγαρικής κυβέρνησης στην υλοποίηση των διπλωματικών της δεσμεύσεων.
Από την έρευνα λοιπόν στα βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας της περιόδου 1945-1949 προκύπτει ότι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα κείμενα, αντανακλούν -ή και αποκαλύπτουν-, σύμφωνα και με τον θεσμικό τους ρόλο, τις προθέσεις της νέας κομμουνιστικής αρχής. Όχι μόνο δεν απέβαλαν τους μακεδονικούς μύθους από το βουλγαρικό εθνικό στερεότυπο, αλλά υιοθέτησαν τον εθνικό ρόλο που είχαν διεκπεραιώσει τα προηγούμενα βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια από τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι κατέληξαν να είναι λιγότερο εγχειρίδια μαρξιστικής θεώρησης της Ιστορίας και περισσότερο εξαρτήματα του εθνοκεντρικού σχολικού μηχανισμού.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου