Θεσσαλονίκη: πόλη καινοτομίας, ευρεσιτεχνίας και παραγωγής


ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΕΤΟΙΟ ΩΣΤΕ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΕΥΧΕΡΩΣ ΤΙΣ ΕΥΚΟΛΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΑΦΕΙΔΩΣ -ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΧΩΡΙΣ ΔΟΛΟ- ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ είναι ο πραγματικός αναγνώστης. Είναι εκείνος που έχει γνώμη. Δική του γνώμη. Ο αναγνώστης που διαβάζει δεν είναι το ιδεολογικά βομβαρδισμένο θύμα της τηλοψίας. Είναι αυτός που διαθέτει -ή προσπαθεί να αναπτύξει- κριτική σκέψη, όσο δύσκολο και αν είναι.
Το έντυπο που κρατάτε στα χέρια σας είναι ένα πείραμα, που μπορεί να ευοδωθεί μόνον αν η πόλη αυτή συγκεντρώνει πολλούς ανθρώπους με κριτική σκέψη. Πολλούς αναγνώστες που διαβάζουν.
Πιστεύουμε ότι η Θεσσαλονίκη πράγματι διαθέτει τέτοιους αναγνώστες. Στατιστικά, τουλάχιστον, εκατοντάδες χιλιάδες Θεσσαλονικείς βρίσκονται σε επίπεδο τέτοιο ώστε μπορούν να απορρίπτουν ευχερώς τις εύκολες λύσεις και τις απλουστευτικές ερμηνείες, τις οποίες προσφέρει αφειδώς -και όχι πάντοτε χωρίς δόλο- το σύστημα ενημέρωσης. Σε αυτούς τους Θεσσαλονικείς απευθυνόμαστε.
Πιστεύουμε σε αυτό που λέγαμε παλιά «δύσκολο δρόμο». Πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, ότι δεν μπορούμε να τα περιμένουμε όλα από τρίτους. Πιστεύουμε ότι σε αυτήν την πόλη οι φορείς μπορούν και - κυρίως- πρέπει να συνεννοηθούν, για να κάνουν τη Θεσσαλονίκη πόλη καινοτομίας, ευρεσιτεχνίας και παραγωγής. Πιστεύουμε ότι, παρά τη δυσμενή συγκυρία, ο καιρός είναι ώριμος για μεγάλες αλλαγές στον τρόπο που βλέπουμε την πόλη και τους εαυτούς μας. Αλλαγές προς την αυτενέργεια, την ευθύνη και το συλλογικό τρόπο δράσης.
Η Θεσσαλονίκη πρέπει να «από-επαρχιοποιηθεί». Πρέπει να ανακτήσει το ύφος και τις φιλοδοξίες μιας μεγάλης πόλης, με πολλούς πολιτισμούς, με ευρύτητα και με ανοχή. Ανοχή ακόμη και στα λάθη της. Όχι όμως στην εύκολη λύση του κλαυθμηρισμού, της αυτολύπησης και της ενδοστρέφειας.
Ερχόμαστε από ένα λαμπρό παρελθόν και εκεί έξω μας περιμένει ένας μεγάλος κόσμος.

Ο άχαρος ρόλος των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας


ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1945-1949 ΔΕΙΧΝΕΙ -ΜΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΝΗΦΑΛΙΟΤΗΤΑ- ΤΑ ΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΩΣ ΜΕΣΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΣΟΥΣ ΔΙΝΟΥΝ ΤΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία και συνεχίσθηκε για λίγα χρόνια με βασικό φορέα το Κέντρο Έρευνας Σχολικών Βιβλίων και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Ο φορέας αυτός μας είχε χαρίσει τον θαυμάσιο τόμο "Η εικόνα του Άλλου/ Γείτονα στα Σχολικά Εγχειρίδια των βαλκανικών χωρών" (πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου, Αθήνα 2000).
Μία από τις σημαντικότερες εργασίες που δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό πλαίσιο της έρευνας των σχολικών εγχειριδίων των γειτόνων (και των δικών) μας είναι της δρος Φωτεινής Ι. Τολούδη, με τίτλο «Εκπαίδευση και Εξωτερική πολιτική: Το Μακεδονικό Ζήτημα στα βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας κατά την περίοδο 1945-1949» (Θεσσαλονίκη, 2005, Αφοί Κυριακίδη).
Το βιβλίο επιχειρεί να αποσαφηνίσει τις πολιτικές θέσεις και τις προθέσεις της βουλγαρικής κομμουνιστικής ηγεσίας για το Μακεδονικό Ζήτημα κατά την περίοδο 1945-1949, με τον τρόπο που αυτές γνωστοποιήθηκαν την ίδια εποχή στον βουλγαρικό πληθυσμό, μέσα από την υποχρεωτική δημόσια σχολική εκπαίδευση.
Το έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν ένα παλαιό τεκμήριο: Η έκθεση της εκπαιδευτικού Σπασίνα Χισάρλιουσκα, η οποία δίδαξε το 1947-48 στο μεικτό Γυμνάσιο της Άνω Τζουμαγιάς. Η εκπαιδευτικός προσπάθησε τότε στην έκθεσή της (που δημοσιεύτηκε μόλις το 1992) να εξηγήσει στους προϊσταμένους της τις αντιφάσεις και τη σύγχυση που προκαλούσε στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας η υποχρεωτική ταυτόχρονη διδαχή της βουλγαρικής και της «μακεδονικής» εκδοχής.
Η υποχρέωση της παράλληλης διδασκαλίας δύο «ιστοριών» ήταν αποτέλεσμα συμφωνιών μεταξύ της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας (Μπλεντ και Εύξεινογκραντ, 1947). Η σύγχυση προερχόταν από το γεγονός ότι και οι δύο «Ιστορίες» οικειοποιούνταν –η κάθε μία για λογαριασμό του αντίστοιχου κράτους- τους αγώνες του σλαβικού στοιχείου της Μακεδονίας κατά τους δύο τελευταίους αγώνες.
Η έκθεση της Χισάρλιουσκα ήταν η αφετηρία. Η έρευνα της κυρίας Τολούδη εντόπισε δύο κατηγορίες σχολικών εγχειριδίων που πραγματεύονταν άμεσα ή έμμεσα το Μακεδονικό Ζήτημα και χρησιμοποιήθηκαν στα σχολεία της βουλγαρικής επικράτειας αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πρώτη κατηγορία περιλάμβανε εγχειρίδια που διδάσκονταν μόνο στην περιοχή του Πιρίν. Σε αυτά, οι αγώνες του σλαβικού στοιχείου του μακεδονικού χώρου διαφοροποιούνταν από τις βουλγαρικές προσπάθειες του 19ου και 20ού αιώνα. Ήταν σχολικά κείμενα που είχαν υπαγορευτεί από τα Σκόπια, αλλά συνοδεύονταν από συμπληρωματικές διδακτικές οδηγίες, που αποτελούσαν ειδική έκδοση του Βουλγαρικού Υπουργείου Παιδείας.
Η δεύτερη κατηγορία περιλάμβανε βιβλία που προορίζονταν για τη μαθητική νεολαία του συνόλου της βουλγαρικής επικράτειας και παρουσίαζαν έως ένα βαθμό το Μακεδονικό Ζήτημα με βάση τις προπολεμικές βουλγαρικές θέσεις για το θέμα. Ωστόσο, διδάσκονταν παράλληλα και στα σχολεία του Πιρίν.
Από την ανάλυση του περιεχομένου αυτής της δεύτερης κατηγορίας προκύπτει το εξής συμπέρασμα: η βουλγαρική πολιτική ηγεσία της περιόδου 1945-1949 θέλησε να χρησιμοποιήσει τα σχολικά εγχειρίδια για να αποδείξει στη γιουγκοσλαβική πλευρά ότι είχε την ειλικρινή πρόθεση να μην επιμείνει στην άποψη ότι ο σλαβικός πληθυσμός του Πιρίν και του Βαρδάρη (σημερινή ΠΓΔΜ) ήταν βουλγαρικός. Γι’ αυτό ενσωματώθηκε στο περιεχόμενο αυτών των εγχειριδίων ένα κεφάλαιο για το Μακεδονικό Ζήτημα, στο οποίο γινόταν σαφής αυτή η δέσμευση της Βουλγαρίας.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι δόθηκαν οδηγίες στους συγγραφείς των εγχειριδίων να γράψουν μια ιστορία που να διαβάζεται «με δύο τρόπους», ώστε να καθησυχάσουν το βουλγαρικό λαό ότι κανείς δεν επρόκειτο να σφετεριστεί το ιστορικό του παρελθόν. Μέσα στην τάξη, ο Βούλγαρος εκπαιδευτικός δε θα περιοριζόταν στο κείμενο του εγχειριδίου, αλλά θα αξιοποιούσε και τα λανθάνοντα μηνύματά του. Με τον κατάλληλο σχολιασμό, θα συνέβαλε στην ενίσχυση του αισθήματος της εθνικής υπερηφάνειας, που θα δημιουργούσε στους μικρούς μαθητές η διδασκαλία των πολλαπλών αγώνων των Βουλγάρων προγόνων τους, στον αυτονόητα, για εκείνους, βουλγαρικό χώρο της Μακεδονίας. Και επειδή τα σχολικά εγχειρίδια αποτελούν κρατικά κείμενα, με τη δημόσια δήλωση αναγνώρισης «Μακεδονικού Έθνους», μέσα από το εμβόλιμο κεφάλαιο για το Μακεδονικό Ζήτημα, θα έμενε ικανοποιημένη και η γιουγκοσλαβική πλευρά.
Μόνο που οι Γιουγκοσλάβοι σκέφθηκαν να διαβάσουν κι εκείνοι «κάτω από τις γραμμές» και εντόπισαν τα «λανθάνοντα» μηνύματα. Έτσι προέβησαν σε διαμαρτυρίες για κωλυσιεργία της βουλγαρικής κυβέρνησης στην υλοποίηση των διπλωματικών της δεσμεύσεων.
Από την έρευνα λοιπόν στα βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας της περιόδου 1945-1949 προκύπτει ότι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα κείμενα, αντανακλούν -ή και αποκαλύπτουν-, σύμφωνα και με τον θεσμικό τους ρόλο, τις προθέσεις της νέας κομμουνιστικής αρχής. Όχι μόνο δεν απέβαλαν τους μακεδονικούς μύθους από το βουλγαρικό εθνικό στερεότυπο, αλλά υιοθέτησαν τον εθνικό ρόλο που είχαν διεκπεραιώσει τα προηγούμενα βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια από τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι κατέληξαν να είναι λιγότερο εγχειρίδια μαρξιστικής θεώρησης της Ιστορίας και περισσότερο εξαρτήματα του εθνοκεντρικού σχολικού μηχανισμού.

Χίλιες οικοδομές, χίλιες και μία νύχτες


Γράφει ο Ε. Α. Χεκίμογλου


ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ, ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ 4,8% ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΕΠ, ΕΝΩ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 10,6%

ΑΝ ΚΑΙ Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ είναι πολλαπλάσιος, το ΑΕΠ της Τουρκίας είναι μόνον μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το ελληνικό, το ίδιο και οι εξαγωγές της. Η γείτων είναι τόσο εξαρτημένη από την παγκόσμια αγορά, όσο και η Ελλάδα (εξαγωγές δια ΑΕΠ = 22,5%). Χωρίς να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, το εμπορικό έλλειμμα της είναι μόνον 4,8% επί του ΑΕΠ, ενώ της Ελλάδας 10,6%. Όμως η ανεργία είναι (ή καταγράφεται) πολύ μεγαλύτερη (10% στην Ελλάδα, 15% στην Τουρκία).
Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι Έλληνες που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα θα ήταν πολύ ευτυχείς αν προσλαμβάνονταν στην οικοδομική εταιρεία Binyapi. Bin θα πει «χίλια» ή «πολλά». Το «γιαπί» δεν χρειάζεται μετάφραση, σημαίνει πάντως οικοδομή. Η Binyapi, λοιπόν, είναι οι «Χίλιες Οικοδομές». Έχει ωραία γραφεία, ήρεμη ατμόσφαιρα, χαλαρούς ρυθμούς, καλούς μισθούς, πονόψυχα αφεντικά, μεγάλα κέρδη και ό,τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει ένας εργαζόμενος. Επί πλέον, οι γυναίκες υπάλληλοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου αρραβωνιάζονται τους νεαρούς, μορφωμένους και ευαίσθητους εργοδότες τους, οσάκις εκείνοι βρίσκουν καιρό να ασχοληθούν με το άλλο φύλο, ανάμεσα στο χρόνο που αφιερώνουν στα άλογα, τα κότερα και οι μαμάδες τους. Το μόνο μειονέκτημα της Binyapi είναι ότι η ύπαρξή της περιορίζεται στην τηλεοπτική διάσταση.
Στην -όχι και τόσο πλέον- μικρή οθόνη έχει αντικαταστήσει τους Μπακλαβατζίογλου, με τους γλυκούς καημούς των οποίων είχε συντονιστεί το ελληνικό έθνος πριν από λίγα χρόνια. Αλλά αν οι Μπακλαβατζίογλου («Τα σύνορα της αγάπης») παρουσίαζαν τον μικροαστικό τρόπο ζωής και τον μικροεμπορευματικό τρόπο παραγωγής, η Binyapi διεισδύει στη μεγαλοαστική τάξη. Έστω κι αν τη ζωγραφίζει με πασουμάκια και παντόφλες. Ουδείς κυκλοφορεί στο σπίτι του με παπούτσια, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως. Παντόφλες –πιθανώς με μύκητες- δίνουν στον βασικό μέτοχο Κερέμ μπέη, όταν επισκέπτεται το καλύβι ενός από τους εργάτες του, ο οποίος σκοτώθηκε σε επίθεση της μαφίας εναντίον του εργοταξίου.
«Μεγάλη φτώχεια», ομολογεί ο πονόψυχος Κερέμ. «Φαίνεται πιο μεγάλη απ' ό,τι στην τηλεόραση». Έτσι, η τηλεόραση που βλέπουμε εμείς ανατρέπει την τηλεόραση που βλέπει ο Κερέμ και η χήρα του δολοφονηθέντος εργάτη παίρνει εφάπαξ σύνταξη από την Binyapi, περίπου 20.000 ευρώ.
Ίσως γι’ αυτό το σίριαλ ονομάζεται «Χίλιες και μία νύχτες». Είναι οι νύχτες του εργατικού ονείρου, για μια θέση απασχόλησης σε κάποια εταιρεία με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο ελάχιστος μισθός στην Τουρκία είναι 330 ευρώ. Πολλοί όμως θεωρούν ότι είναι υπερβολικά υψηλός και εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη.

Γιατί έχουμε «κρίση» και γιατί φτωχαίνουμε


Γράφει ο Σταύρος Τζαμίχας

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΑΜΗΛΗ Η ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΠΟΣΟ ΑΠΟΔΟΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΛΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ. Είναι η αποτύπωση των αντιφάσεων που απορρέουν από την υλική παραγωγή. Όσοι αποδίδουν την ελληνική δημοσιονομική κρίση στην ανεπάρκεια των φορολογικών μηχανισμών ή την ελλιπή φορολόγηση, παραγνωρίζουν την τεράστια σημασία της υλικής παραγωγής στη δημοσιονομική ισορροπία. Όσοι σκέπτονται μόνον τη διανομή του πλούτου και όχι την παραγωγή του, παραγνωρίζουν τις αυτονόητες αιτίες: την παραγωγική από-επένδυση και την τεχνολογική καθυστέρηση της ελληνικής οικονομίας.
Το μακροχρόνιο πρόβλημα της Ελλάδας διαφέρει από τα αντίστοιχα προβλήματα άλλων χωρών της Ε.Ε. Η Ελλάδα δεν έχει μόνον σοβαρό δημοσιονομικό έλλειμμα. Δεν έχει μόνον συσσωρευμένο εξωτερικό χρέος. Έχει αγεφύρωτο εμπορικό έλλειμμα που προέρχεται από το υψηλό κόστος παραγωγής.

Φτωχαίνουμε από τη χαμηλή παραγωγικότητα
Η Ελλάδα έπασχε πάντοτε από υψηλό εμπορικό έλλειμμα, που καλυπτόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από τους άδηλους πόρους. Όμως, τα τελευταία χρόνια το εμπορικό έλλειμμα εξελίχθηκε (17% του ΑΕΠ το 2008 έναντι 13% το 1997) πολύ ταχύτερα από τους άδηλους πόρους. Αυτό το υψηλό εμπορικό έλλειμμα οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Ο πιο απλός λόγος είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει πια δικό της νόμισμα και συνεπώς δεν έχει την παραδοσιακή δυνατότητα να επιβραδύνει την αύξηση του εμπορικού της ελλείμματος με την υποτίμηση του νομίσματός της.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι μισές ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται σε χώρες εκτός ευρωζώνης (Βαλκάνια, Τουρκία, Βόρεια Αφρική). Οι χώρες αυτές αγοράζουν τα ελληνικά εμπορεύματα πληρώνοντας σε ευρώ. Επειδή οι συναλλαγματικές ισοτιμίες του ευρώ διατηρούνται υψηλές («σκληρό νόμισμα»), τα ελληνικά εμπορεύματα γίνονται όλο και ακριβότερα για τον Τούρκο ή τον Αιγύπτιο καταναλωτή. Για παράδειγμα, ένα εμπόρευμα αξίας 50 ευρώ, στις 27 Ιουλίου είχε κόστος 104 τουρκικές λίρες, ενώ στις 27 Νοεμβρίου 114 λίρες, ήταν δηλαδή σχεδόν 10% ακριβότερο σε τοπικό νόμισμα, χωρίς να αλλάξει η τιμή του σε ευρώ. Έτσι, ο έλληνας εξαγωγέας βρίσκεται σε μειονεκτική θέση απέναντι στον εξαγωγέα εκτός ευρωζώνης.
Ο κυριότερος λόγος όμως για την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος είναι η μειωμένη παραγωγικότητα της εργασίας που κάνει τα ελληνικά εμπορεύματα ακριβά, ανεξάρτητα από τον συναλλαγματικό παράγοντα. Οι εξωτερικές αγορές έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στα ελληνικά προϊόντα, που το κόστος τους μένει σταθερό, και σε προϊόντα άλλων χωρών που -επειδή έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα- τείνουν να γίνονται φτηνότερα. Γι’ αυτό και οι ξένες αγορές εγκαταλείπουν σιγά-σιγά τα ελληνικά προϊόντα. Στην πραγματικότητα, οι τιμές των ελληνικών προϊόντων δεν μένουν σταθερές, αλλά αυξάνουν. Ακούμε και -κυρίως- αισθανόμαστε στην καθημερινή ζωή μας ότι η Ελλάδα έχει υψηλό πληθωρισμό σε σύγκριση με την ευρωζώνη, δηλαδή τις άλλες χώρες που έχουν το ίδιο νόμισμα με εμάς. Ο «πληθωρισμός» αυτός αντανακλά τη χαμηλότερη παραγωγικότητά μας. Το κόστος των εμπορευμάτων ανεβαίνει στην Ελλάδα ταχύτερα, διότι η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Φτωχαίνουμε από την καθυστέρηση στην καινοτομία
Η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας είναι η Λυδία λίθος που ερμηνεύει τόσο τον πληθωρισμό, όσο και την κάμψη των εξαγωγών. Το γεγονός ότι η παραγωγικότητα είναι χαμηλή δεν οφείλεται στους εργαζόμενους, αλλά στον περιορισμένο βαθμό εισαγωγής καινοτομίας στην παραγωγή. Η ελληνική βιομηχανία -όπως και ο τομέας των υπηρεσιών- έχει τεράστια ανάγκη από την εισαγωγή καινοτομιών, διότι μόνον έτσι θα μπορέσει να μειώσει το κόστος των προϊόντων της. Όσο αυτό δεν γίνεται, το εμπορικό έλλειμμα θα διευρύνεται, το εξωτερικό χρέος θα μεγαλώνει και ο πληθωρισμός θα υπονομεύει το εισόδημα των Ελλήνων.
Τα παραπάνω ισχύουν γενικά για την ελληνική οικονομία. Αν όμως θελήσουμε να κοιτάξουμε το πρόβλημα στο εσωτερικό της χώρας η εικόνα αλλάζει: θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις διάφορες περιφέρειες. Οι διαφορές είναι τεράστιες σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα που έχουν στην παραγωγή οι καινοτομικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων.
Τα αποτελέσματα προκύπτουν από διάφορους δείκτες, όπως είναι το ποσοστό των καινοτομικών επιχειρήσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων, το ποσοστό που κατέχουν οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο της απασχόλησης, το ποσοστό που καταλαμβάνουν τα νέα προϊόντα στο σύνολο των πωλήσεων κοκ. Η Αττική κατατάσσεται στην υψηλότερη βαθμίδα, δηλαδή στις 18 περιφέρειες της Ε.Ε. όπου η χρήση καινοτομιών θεωρείται «υψηλή». Ακολουθούν στη δεύτερη βαθμίδα 16 περιφέρειες που η χρήση είναι «μέση-υψηλή), μεταξύ των οποίων η Βόρεια Ελλάδα (πλην Κεντρικής Μακεδονίας) και η Κρήτη. Η Κεντρική Μακεδονία και η Κεντρική Ελλάδα ανήκουν στην κατηγορία «μέση-χαμηλή», μαζί με άλλες 25 περιφέρειες. Υπάρχουν, βέβαια, και τα χειρότερα, αφού στην κατηγορία «χαμηλή» εντάσσονται 45 περιφέρειες (καμία ελληνική).

Φτωχαίνουμε από τις περιφερειακές ανισότητες στην καινοτομία
Η Αττική (στην πρώτη βαθμίδα καινοτομίας) παράγει περίπου 38% του συνολικού βιομηχανικού προϊόντος και η Κεντρική Μακεδονία (στην τρίτη βαθμίδα καινοτομίας) παράγει το 20% του βιομηχανικού προϊόντος. Αν η Κεντρική Μακεδονία είχε το ίδιο τεχνολογικό επίπεδο με την Αττική, η μέση παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα θα ήταν ασφαλώς υψηλότερη και τα προβλήματα στο εμπορικό ισοζύγιο λιγότερα έντονα. Κυρίως, όμως, θα βλέπαμε νέες θέσεις εργασίας στον βιομηχανικό τομέα, χωρίς τις οποίες κάθε προσπάθεια για ανάκαμψη καταντά ρητορική. Γι’ αυτό το λόγο η προώθηση της καινοτομίας δεν αφορά μόνον τις επιχειρήσεις. Στις σημερινές συνθήκες, αποτελεί αδήριτη ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα των μισθωτών, που πρέπει να υποστηρίξουν κάθε προσπάθεια να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας με τεχνολογική αναβάθμιση και χρήση καινοτομιών.

Πώς βελτιώνεται η παραγωγικότητα της εργασίας
α. Όταν με τις ίδιες εργατοώρες παράγονται περισσότερα προϊόντα ή υπηρεσίες
β. Όταν με λιγότερες εργατοώρες παράγονται τα ίδια (σε ποσότητα και ποιότητα) προϊόντα ή υπηρεσίες
γ. Όταν η αύξηση στα προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται είναι μεγαλύτερη από την αύξηση των εργατοωρών που χρησιμοποιούνται.

Πηγές για περισσότερο διάβασμα στο Διαδίκτυο:
George Moschovis & Mateo Capo Servera, «External imbalances of the Greek economy:the role of fiscal and structural policies», Ecofin Country Focus, Volume VI, Issue 6, 10.7.2009 (http://ec.europa.eu/economy_finance/publications/publication15499_en.pdf).
Regional Innovation Scoreboard (RIS) 2009. (http://www.proinno-europe.eu/admin/uploaded_documents/RIS_2009-Regional_Innovation_Scoreboard.pdf)

Διεθνή “success stories” θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση για τη Θεσσαλονίκη


Γράφει ο Άγγελος Ν. Βάσσος

Ο “Θ.Κ.ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΛΕΩΝ Ή ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ, ΜΕ “ΕΞΥΠΝΕΣ” ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ, ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΑΣΤΡΕΨΟΥΝ ΤΗ ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΠΟΡΕΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ

ΣΗΜΕΡΑ, ΤΟ ΜΠΙΛΜΠΑΟ της Ισπανίας είναι μία από τις πλέον ελκυστικές πόλεις πανευρωπαϊκά: κάθε χρόνο υποδέχεται περισσότερους από ένα εκατομμύριο τουρίστες και καμαρώνει για το περίφημο Μουσείο Γκούγκενχάιμ, που θεωρείται όχι απλώς ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό δημιούργημα αλλά και σύμβολο μιας εντυπωσιακής μεταμόρφωσης. Κι όμως, δεν έχουν περάσει καλά καλά ούτε 26 χρόνια από το 1984, όταν το Μπιλμπάο ήταν -διεθνώς- σχεδόν συνώνυμο με την έννοια της κρίσης. Η βιομηχανία έφθινε, τα ποσοστά ανεργίας πλησίαζαν το 30%, το ιστορικό κέντρο είχε καταστραφεί από τις μεγάλες πλημμύρες του 1983, το αστικό περιβάλλον υπέφερε από τη μόλυνση και η καθαριότητα στους δρόμους και την ατμόσφαιρα ήταν κάθε άλλο παρά επαρκής...
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η Θεσσαλονίκη δεν απέχει πολύ από το Μπιλμπάο. Είναι και αυτή μια πόλη με πλούσιο ιστορικό παρελθόν, αξιόλογο παρόν και ιδιαίτερες δυνατότητες. Διαθέτει αρκετά καλή μουσειακή υποδομή (Αρχαιολογικό Μουσείο, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Μονή Λαζαριστών, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Τεχνικό Μουσείο, Εβραϊκό Μουσείο, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών κ.λπ.), φιλοξενεί διεθνείς οργανισμούς (CEDEFOP, Παρευξείνια Τράπεζα, Κέντρο Διεθνούς & Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, Ινστιτούτο Διαβαλκανικής Ανάπτυξης & Τεχνολογίας, Οργανισμός Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων, Βαλκανικό Κέντρο Τύπου κ.ά.), ενώ και ο πληθυσμός τού νομού καταγράφει δυναμική ανάπτυξη (από 710.352 άτομα το 1971 έφτασε τα 1.112.870 άτομα το 2004, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +1,1% στο διάστημα 1991-2001, έναντι μέσου όρου +0,8% στην Αττική και +0,7% στο σύνολο της χώρας (στοιχεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος-ΕΣΥΕ). Κι όμως, αυτή η πόλη σήμερα καρκινοβατεί, αδυνατώντας επί χρόνια να εκμεταλλευτεί το διαθέσιμο (ανθρώπινο και υλικό) δυναμικό της με επιτυχία αντίστοιχη άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, περιοριζόμενη στην καταγραφή των προβλημάτων, χωρίς παράλληλα να προτείνει ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα μπορούσε να συντονίσει δράσεις και έργα μεταξύ των δήμων που συναποτελούν την ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης.

ΤΟ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ “ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ”
Το “θαύμα του Μπιλμπάο”, όπως αποκαλείται από πολλούς, έχει -προφανώς- πολύ περισσότερες πλευρές από το Μουσείο Γκούγκενχάιμ... Οι φορείς της πόλης, προωθώντας μια μακρά λίστα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, πέτυχαν να αλλάξουν το οικονομικό μοντέλο, τον τρόπο λειτουργίας της αυτοδιοίκησης και συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις, αλλά και το μοντέλο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, για τη “μεταμόρφωση” του Μπιλμπάο επινοήθηκαν χρήσιμα εργαλεία, όπως η «Bilbao Ria 2000», μια εταιρία όπου μέτοχοι είναι το κράτος, η αυτοδιοίκηση, η περιφέρεια, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης κ.ά.
Οι αλλαγές έγιναν με επίκεντρο τη Ria de Bilbao (ή, με άλλα λόγια, τον ποταμό Νερβιόν). Στο πλαίσιο αυτό, η Ria de Bilbaο σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ενώνει το παρελθόν με το μέλλον, την τέχνη με την τεχνολογία, τις οικιστικές χρήσεις με την εργασία, τη διασκέδαση με τον πολιτισμό και τα πανεπιστήμια με τις εταιρίες. Με τον τρόπο αυτό, η Ria “μεταμορφώθηκε” σε βασικό άξονα καινοτομίας και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Παράλληλα, το κατεστραμμένο ιστορικό κέντρο αποκαταστάθηκε και η κίνηση πεζών και οχημάτων έφτασε σε επίπεδα που ουδείς μπορούσε να φανταστεί πριν από 25 χρόνια, με ένα “πλέγμα” πεζοδρόμων, ποδηλατοδρόμων και πλατειών, αλλά και με ενισχυμένη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς. Η πόλη έχει ακόμη και το δικό της «προάστιο γνώσης», μέσω του πρότζεκτ «Isla de Zorroaurre», στην καρδιά της Ria.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΙΑΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Στην περίπτωση του Μπιλμπάο, η “μεταμόρφωση” ήρθε μέσα από την προώθηση ενός συνολικού “πλέγματος” δράσεων και πολιτικών, που “αγκάλιασαν” την πόλη τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα. Στη διεθνή εμπειρία, ωστόσο, δεν λείπουν τα παραδείγματα πόλεων που κατάφεραν να αποκτήσουν αναπτυξιακό προβάδισμα μέσα από την καλλιέργεια του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους ως εκθεσιακών μητροπόλεων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μάλιστα, μεταφερόμενο στον “μικρόκοσμο” της Θεσσαλονίκης, εντάσσεται και η πρόταση που προ μηνών επανέλαβε ο καθηγητής του τμήματος Αρχιτεκτόνων και πρόεδρος του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Νίκος Καλογήρου, για μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στο αγρόκτημα του ΑΠΘ, στην ανατολική Θεσσαλονίκη, αντί της δυτικής, που προτάθηκε από την αρμόδια γνωμοδοτική επιτροπή φορέων.
Στην περίπτωση πόλεων του εξωτερικού που “άνθισαν” μέσα από την ανάπτυξη ή τη διεύρυνση του ρόλου τους ως εκθεσιακών κέντρων, η ανάλυση και η αξιολόγηση της διεθνούς εμπειρίας μάς δίνει τρεις βασικές αρχές, οι οποίες σχετίζονται κατ' αρχήν με τη χωροθέτηση των εκθεσιακών κέντρων και τη σχέση τους με τον αστικό ιστό, αλλά και με τον λειτουργικό προγραμματισμό και τον σχεδιασμό ενός νέου εκθεσιακού κέντρου.
Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις τα εκθεσιακά κέντρα βρίσκονται χωροθετημένα στις περιφέρειες των πόλεων, συχνά σε άμεση επαφή με τα αεροδρόμια της περιοχής και πάντοτε σε άμεση σύνδεση με τα υπερτοπικά δίκτυα κυκλοφορίας. Η χωροθέτηση των εκθεσιακών κέντρων κοντά σε αεροδρόμια (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Στουτγκάρδης, της Μαδρίτης, του Παρισιού, αλλά και -πιο κοντά στα θεσσαλονικιώτικα δεδομένα- της Λισαβόνας και του Μονπελιέ) αποτελεί μια συνηθισμένη πρακτική, η οποία προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως η εύκολη προσβασιμότητα (επισκεπτών, εκθετών, αντιπροσώπων, κ.λπ.). Παράλληλα, η γειτνίαση με το αεροδρόμιο συμβάλλει στη συγκέντρωση άλλων σχετικών χρήσεων πέρα από αυτήν της έκθεσης (συνεδριακά κέντρα, ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα κοκ.), ενώ διευκολύνεται και η μεταφορά των εμπορευμάτων, των εκθεμάτων και των υλικών κατασκευής.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και το υγρό στοιχείο, όταν αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος στον χώρο εγκατάστασης των εκθεσιακών κέντρων. Η Βαρκελώνη, η Γλασκόβη, η Λισαβόνα, η Σαραγόσα και το Μονπελιέ αποτελούν τέτοιες περιπτώσεις, όπου το νερό, ως στοιχείο είτε του θαλάσσιου μετώπου είτε της κοίτης του ποταμού, εντάσσεται οργανικά στη δραστηριότητα του εκθεσιακού κέντρου και αποτελεί βασικό παράγοντα αναψυχής. Η ίδια η περιβαλλοντική ένταξη του υγρού στοιχείου εκτιμάται ως πλεονέκτημα ενός εκθεσιακού κέντρου. Αυτό κατέστη ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της Σαραγόσας, με την επιτυχημένη διεκδίκηση της Expo2008 (στην οποία το νερό αλλά και γενικότερα το υγρό στοιχείο αποτέλεσε κεντρικό θέμα ολόκληρης της διοργάνωσης). Αντίστοιχα, είναι ιδιαίτερα γνωστή η περίπτωση της προγενέστερης Expo της Λισαβόνας, η οποία (χωροθετημένη σε άμεση επαφή με το θαλάσσιο μέτωπο και ενσωματώνοντας ένα πλήθος σχετικών δραστηριοτήτων) συγκέντρωσε όλες τις προϋποθέσεις για τη μετέπειτα βιώσιμη ανάπτυξη του εκθεσιακού κέντρου. Τα εκθεσιακά κέντρα στη Βαρκελώνη και στο Λονδίνο έχουν, επίσης, αξιοποιήσει το υγρό στοιχείο για τη διοργάνωση δραστηριοτήτων αναψυχής και για την προσέλκυση επισκεπτών, σε συνδυασμό με το εκάστοτε εκθεσιακό ή άλλο γεγονός. Στο πλαίσιο αυτό, μαρίνες, ναυταθλητικά κέντρα και άλλες παραθαλάσσιες δραστηριότητες βρίσκονται εγκαταστημένες σε άμεση γειτνίαση με τα εκθεσιακά κέντρα των συγκεκριμένων πόλεων.

ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η ανάπτυξη επιχειρηματικών συστάδων (business clusters ή cluster initiatives, όπως προτάθηκε από τον Μάικλ Πόρτερ το 1990) προσέλκυσε γρήγορα και εξακολουθεί να προσελκύει το ενδιαφέρον κρατών, συμβούλων και ακαδημαϊκών, με δεδομένο ότι θεωρείται εξαιρετικό μέσο υποκίνησης της αστικής και της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας είναι και η περίπτωση της Sophia Antipolis, στον γαλλικό Νότο.
Στη Sophia Antipolis (αλλά και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, πανευρωπαϊκώς και παγκοσμίως), παρά το γεγονός ότι κατ' αρχήν σκοπός των επιχειρηματικών συστάδων είναι η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης μέσα στη συστάδα με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ενός ή περισσότερων επιχειρησιακών τομέων, δίνεται ιδιαίτερο βάρος στη διαφοροποίηση αυτών των δημόσιων/ ιδιωτικών οργανισμών από εκείνους που χαράσσουν πολιτική σε διαφορετικά επίπεδα (π.χ. κυβερνητικές μονάδες, όπως το γαλλικό υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας, και υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Έτσι, στη Sophia Antipolis οι επιχειρηματικές συστάδες στοχεύουν σε πρωτοβουλίες προγραμμάτων μεταξύ διαφορετικών φορέων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (όπως εταιρίες, κρατικές αντιπροσωπείες και ακαδημαϊκά ινστιτούτα) που αφορούν γενικώς ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων (π.χ., ανάπτυξη αλυσίδων εφοδιασμού, υπηρεσίες ‘‘επωαστήρων’’, προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων, κοινά προγράμματα Ε&Α, μάρκετινγκ της περιοχής και καθιέρωση τεχνικών προτύπων).
Οι επιχειρηματικές συστάδες στην περίπτωση τής Sophia Antipolis αποτελούν γεωγραφικές συγκεντρώσεις διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων, προμηθευτών και συναφών οργανισμών σε έναν ιδιαίτερο τομέα. Μάλιστα, τυγχάνουν της υποστήριξης πολλών κρατικών προγραμμάτων, θεωρούμενες -όπως ισχύει διεθνώς- ως αυξητικοί παράγοντες της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων σε κρατικό ή συνολικό επίπεδο, με την αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων στη συστάδα, με την προώθηση της τομεακής καινοτομίας και με την προώθηση των νέων επιχειρήσεων σε συστάδες τομέων.
Σε ό,τι αφορά τις πρακτικές λεπτομέρειες, οι επιχειρηματικές μονάδες στη Sophia Antipolis χωροθετούνται βάσει (01) της συγκέντρωσης ικανών πόρων και ειδικοτήτων που προσεγγίζουν ένα κρίσιμο ελάχιστο όριο, (02) της βασικής θέσης σε έναν δεδομένο οικονομικό κλάδο δραστηριοτήτων και (03) του αποφασιστικού, βιώσιμου και ανταγωνιστικού τομεακού πλεονεκτήματός τους συγκριτικά με άλλες περιοχές (σημειωτέον ότι και οι τρεις συστάδες τής Sophia Antipolis είναι προσανατολισμένες στην υψηλή τεχνολογία).
Ως γενική αρχή, η Sophia Antipolis αποτελεί πηγή επιχειρηματικότητας και επιχειρηματικών συστάδων που ενθαρρύνουν την καινοτομία κυρίως στην υψηλή τεχνολογία και σε άλλα όμορα πεδία. Περιλαμβάνει πολλά είδη οργανισμών για την υποστήριξη δυνητικών επιχειρηματιών, όπως ειδικούς κρατικούς φορείς, επιχειρηματικούς ‘‘επωαστήρες’’, επιστημονικά πάρκα και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Εκεί, το επιχειρηματικό πνεύμα προωθείται από τα λεγόμενα ‘‘επωαστήρια’’, απ' όπου οι επιχειρήσεις μπορούν να ξεκινήσουν σε μικρή κλίμακα, επιμερίζοντας μεταξύ τους υπηρεσίες και χώρο, μέχρι την επίτευξη ικανού μεγέθους ώστε να είναι αυτόνομα βιώσιμες. Από τις επιχειρήσεις τής Sophia Antipolis, το 36% είναι προσανατολισμένες στην έρευνα και την τεχνολογία, ενώ το υπόλοιπο 64% είναι χωρισμένο σε υποκατηγορίες, που ταξινομούνται σε «συνδέσμους και λέσχες», «επαγγελματικές εταιρίες», «υπηρεσίες και κατασκευή» και «εμπόριο», όπως επίσης και σε κάποιες άλλες, που περιλαμβάνουν ένα ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων (ιατρικές, νομικές, τραπεζικές, ξενοδοχειακές κοκ.).
Με στόχο την προσέλκυση επιχειρήσεων, η τεχνόπολη τής Sophia Antipolis προσφέρει ποικιλία οικονομικών κινήτρων (π.χ. ευρωπαϊκές, γαλλικές και περιφερειακές επιχορηγήσεις και δάνεια), που ποικίλουν ανάλογα με το ύψος της επένδυσης, τον αριθμό τών υπό δημιουργία θέσεων εργασίας και το σχετικό επίπεδο μεταφοράς τεχνολογίας. Παράλληλα, είναι δυνατή η έως και κατά 50% μείωση των εταιρικών φόρων για περίοδο πέντε ετών, ενώ οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται και από τους τοπικούς φόρους. Παράλληλα, στην περίπτωση τής Sophia Antipolis το ενδιαφέρον έχει εστιαστεί στη διατήρηση χώρων πρασίνου. Οι οικοδομικοί περιορισμοί επιτρέπουν οικιστική ανάπτυξη/ δόμηση μόνο στο 1/3 της έκτασης της τεχνόπολης, ενώ τα 2/3 διατηρούνται και προστατεύονται ως ελεύθεροι χώροι και χώροι πρασίνου. Τα κτίρια είναι σε αρμονία με το τοπίο και όχι ψηλότερα από τους λόφους τής γύρω περιοχής. Αυτή η αναπτυξιακή φιλοσοφία συμβάλλει στη διατήρηση του χαρακτήρα του πάρκου ως συνδυασμού χώρου εργασίας και αναψυχής.
Η συνεπής τήρηση αυτού του αναπτυξιακού μοντέλου έχει ως αποτέλεσμα η τεχνόπολη της Sophia Antipolis να καταγράφει σήμερα (μετά από 40 και πλέον έτη λειτουργίας σε περιοχή έκτασης 23 τετραγωνικών χιλιομέτρων μεταξύ της Αντίμπ και της Νίκαιας, στη μεσογειακή ακτή της Γαλλίας) μια ιδιαίτερα επιτυχή διαδρομή ως τεχνόπολη, και στις τρεις επιχειρησιακές συστάδες της (Πληροφορικής, ηλεκτρονικής, δικτύων & επικοινωνιών, Γεωεπιστημών & επιστημών υγείας και Βιοτεχνολογίας). Σήμερα, έχει περισσότερα από 68 κράτη-επενδυτές, φιλοξενεί 1.300 επιχειρήσεις και απασχολεί 30.000 άτομα. Βάσει των προαναφερθέντων επενδυτικών, επιστημονικών, τεχνογνωστικών και οικονομικών στοιχείων της, έχει καταστεί παγκόσμιο κέντρο καινοτομίας και επιτυχούς προώθησης των μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας.

ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΗ
Άλλα γνωστά παραδείγματα επιτυχημένων επιχειρηματικών συστάδων παγκοσμίως είναι:
>> Η Silicon Valley (Καλιφόρνια, ΗΠΑ), στον τομέα της τεχνολογίας υπολογιστών.
>> Η κοιλάδα της Νάπα (Καλιφόρνια, ΗΠΑ), μια από τις μεγαλύτερες οινοπαραγωγικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.
>> Η Μπάνγκαλορ (Ινδία), για τη μεταφορά λογισμικού.
>> Το Παρίσι (Γαλλία), για την υψηλή ραπτική.
>> Η Τουλούζη (Γαλλία), για το αεροδιάστημα.
>> Το Albany Tech Valley (στην πολιτεία της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ), για τη νανοτεχνολογία.
>> Το Φινλανδικό Ναυτικό Κέντρο.
Σε γενικές γραμμές, οι επιχειρηματικές συστάδες διακρίνονται σε δύο τύπους:
>> Στις προσανατολισμένες στην υψηλή τεχνολογία, καλά προσαρμοσμένες στην οικονομία της γνώσης και με πυρήνα γνωστά πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα, όπως η Silicon Valley στην Καλιφόρνια.
>> Στις “ιστορικές”/ βασισμένες στην τεχνογνωσία, δηλαδή σε εκείνες που ποντάρουν σε παραδοσιακότερες δραστηριότητες με συγκριτικό πλεονέκτημα στη διάρκεια ετών (ή ακόμη και αιώνων). Αφορούν συχνά συγκεκριμένες βιομηχανίες.

Πόλεις κατά... παραγγελίαν!
...Ή ΟΤΑΝ ΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ

ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ έρχονται τελευταία στο προσκήνιο οι περιπτώσεις των περίφημων “τεχνητών πόλεων”, των πόλεων δηλαδή που δημιουργήθηκαν κατόπιν παραγγελίας(!), συνήθως για να εξυπηρετήσουν τις διοικητικές ανάγκες μιας χώρας. Κι αν το σενάριο αυτό σάς ακούγεται μελλοντολογικό, θα εκπλαγείτε μαθαίνοντας ότι τέτοιες πόλεις υπάρχουν ήδη, ενώ στη λίστα ετοιμάζονται σύντομα να προστεθούν και άλλες (σε χώρες που ίσως δεν θα περιμένατε), με μία εξ αυτών να κατασκευάζεται, μάλιστα, από ιδιώτη(!).
Από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι η Μπραζίλια (http://en.wikipedia.org/wiki/Brazilia), η πρωτεύουσα της Βραζιλίας, ενώ αντίστοιχα παραδείγματα αποτελούν η Ουάσινγκτον(!) στις ΗΠΑ, η Αμπουτζά στη Νιγηρία, η Καμπέρα στην Αυστραλία, το Νέο Δελχί της Ινδίας, αλλά και η Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν, που χτίστηκε σε σχέδια του (ελληνικού) γραφείου Δοξιάδη (μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες κλικάροντας στη διεύθυνση http://www.doxiadis.org/page/default.asp?la=1&id=49;).
Μεταξύ όλων αυτών των περιπτώσεων υπάρχει κι ένα ελληνικό παράδειγμα, έστω και σε μικρογραφία: πρόκειται για τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, μια κωμόπολη που χτίστηκε ειδικά για τις ανάγκες στέγασης των εργαζομένων στην “Αλουμίνιον της Ελλάδος” (πρώην “Πεσινέ”). Μπορείτε να διαβάσετε (και να δείτε) περισσότερα στην ιστοσελίδα http://aspra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=44&Itemid=27.
Από τα πλέον σύγχρονα και αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι αυτό της Πουτρατζάγια (περισσότερες πληροφορίες στην e-διεύθυνση http://en.wikipedia.org/wiki/Putrajaya), της σχεδιαζόμενης νέας διοικητικής πρωτεύουσας της Μαλαισίας, που χτίζεται ανάμεσα στην Κουάλα Λούμπουρ και στο διεθνές αεροδρόμιο Klia. Σχεδιασμένη ώστε να περικυκλώνεται” από χιλιάδες στρέμματα πράσινου και με απίστευτες υποδομές, η Πουτρατζάγια φιλοδοξεί να γίνει σημείο αναφοράς και εμπορικό κέντρο ολόκληρης της Ασίας. Παράλληλα, δίπλα της αναπτύσσεται η Σαϊμπερτζάγια (διαβάστε περισσότερα στην ιστοσελίδα http://en.wikipedia.org/wiki/Cyberjaya), μια πόλη με έμφαση στα “έξυπνα” δίκτυα και τις νέες τεχνολογίες, που φιλοδοξεί να γίνει η Silicon Valley της Ασίας -γι' αυτό και θα αποτελέσει έδρα σχετικού πανεπιστημίου. Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι, χάρη στα έσοδα από την εξόρυξη πετρελαίου, οι Μαλαισιανοί δεν χτίζουν απλώς νέες πόλεις, αλλά αλλάζουν ολόκληρη τη χώρα τους, μέσα από ένα μεγαλόπνοο πρότζεκτ που περιλαμβάνει μια τεράστια έκταση και έχει ως στόχο να αναπτύξει την οικονομία της χώρας και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των πολιτών της χωρίς να βασίζεται αποκλειστικά στην πετρελαιοπαραγωγή.
Το δικό της παράδειγμα έχει και η Νότια Κορέα, με τη Σόνγκντο: μια πόλη που φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τη Σεούλ, αλλά και τις πρωτεύουσες των όμορων χωρών ως κυρίαρχο λιμάνι και διαμετακομιστικός κόμβος. Η πόλη αναμένεται να είναι έτοιμη το 2014 και, μεταξύ άλλων, έχει “υιοθετήσει” στοιχεία από άλλες περιοχές, όπως το Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης και τα κανάλια της Βενετίας(!). Αν θέλετε μια πρόγευση από το εγγύς μέλλον, δείτε το επίσημο βίντεο προώθησης της νέας νοτιοκορεατικής μητρόπολης, κλικάροντας στη διεύθυνση http://www.youtube.com/watch?v=V2uzo-xzta0&feature=player_embedded.